φιληδόνως

φιληδόνως
φιλήδονος
fond of pleasure
adverbial
φιλήδονος
fond of pleasure
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιληδόνως — Α επίρρ. βλ. φιλήδονος …   Dictionary of Greek

  • φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”